τμητικός

τμητικός
τμη-τικός, ή, όν,
A able to cut, cutting,

κίσηρις Thphr.Lap.22

;

-ώτατος Pl.Ti.56a

, Sor.1.80;

τὸ τ. Arist. Metaph.1020b29

. Adv. -κῶς, gloss on τμήδην, Sch.D Il.7.262.
2 cutting, piercing, of cold, Thphr.CP5.13.7; biting, pungent, of smell,

μύρα Id.Od.60(62)

;

πνεῦμα δριμὺ καὶ τ. Plu.2.697b

.
b solvent,

τὰ δριμέα . . ἐστὶν τ. καὶ λεπτυντικά Sor.1.46

, cf. Gal.6.266 ([comp] Sup.), 11.41 ([comp] Comp.), al.;

ῥάφανος τ. χυμῶν Alex.Aphr.Pr.1.42

.
3 metaph., concise, trenchant,

λόγος Hermog.Id.2.1

;

τ. βραχυλογίᾳ D.H.Dem.58

. Adv.

-κῶς, λέγεσθαι κατὰ τὸ μῆκος Hermog.

l. c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τμητικός — able to cut masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικός — ή, ό / τμητικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τμητικό (ρητ.) ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο λόγος διακόπτεται και μεταβαίνει από πρόσωπο σε πρόσωπο ή από πράγμα σε πράγμα αρχ. 1. ο κατάλληλος για τμήση 2. (για ψύχος ή οσμή) διαπεραστικός… …   Dictionary of Greek

  • τμητικά — τμητικός able to cut neut nom/voc/acc pl τμητικά̱ , τμητικός able to cut fem nom/voc/acc dual τμητικά̱ , τμητικός able to cut fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικώτερον — τμητικός able to cut adverbial comp τμητικός able to cut masc acc comp sg τμητικός able to cut neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικωτέρων — τμητικός able to cut fem gen comp pl τμητικός able to cut masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικῶν — τμητικός able to cut fem gen pl τμητικός able to cut masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικόν — τμητικός able to cut masc acc sg τμητικός able to cut neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικώτατα — τμητικός able to cut adverbial superl τμητικός able to cut neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικώτατον — τμητικός able to cut masc acc superl sg τμητικός able to cut neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικαί — τμητικός able to cut fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικοῖς — τμητικός able to cut masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”